ἀπτόλεμος
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
English (LSJ)
ἀπτόλεμον, poet. for ἀπόλεμος, Il.2.201, E.Med.640(lyr.), etc.
Spanish (DGE)
-ον
1 inepto para la guerra σύ Il.2.201, χείρ Nonn.D.23.66
•fig. débil εὐναί E.Med.643, πῦρ Nonn.D.2.606.
2 ajeno a la guerra, que es señal de paz ἀπτόλεμον καὶ ἄδηριν ἐλευθερίου Διὸς ὄμβρον en metaf. ref. a la crecida del Nilo tras la batalla de Accio, epigr. en SHell.982.11.
German (Pape)
[Seite 340] poet. für ἀπόλεμος, Hom. Iliad. 2, 201. 9, 35. 41; Eur. Med. 643 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
poét. c. ἀπόλεμος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπτόλεμος: Hom., Eur. = ἀπόλεμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπτόλεμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἀπόλεμος, Ἰλ., Εὐρ., κλ.
English (Autenrieth)
unwarlike. (Il.)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀπτόλεμος: -ον, ποιητ. αντί ἀπόλεμος.
Translations
invincible
Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний