ἀποπάτημα

Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A dung, ἀλώπεκος Eup.284, cf. Ael. NA3.26.

German (Pape)

[Seite 318] τό, Stuhlgang, Eupol. B. A. 433; Ael. N. A. 3, 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπάτημα: τό, κόπρος, ἀποπάτημ’ ἀλώπεκος Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 15˙ πρβλ. ἀποτράγημα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
déjection, excrément.
Étymologie: ἀποπατέω.