ἀποτράγημα
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
[ᾰγ], ατος, τό, remains of a dessert, v.l. for ἀποπάτημα, Eup.284.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰγ-]
resto de comida ref. a una pers. por efecto cóm., Ath.658C, leído en Eup. por Ath.658d (pero cf. ἀποπάτημα Eup.306).
German (Pape)
[Seite 332] τό, Überbleibsel, vom Nachtisch (τράγημα), Eupolis bei Ath. XIV, 658 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτράγημα: [ᾰ], τό, «τὸ λείψανον τῶν τραγημάτων καὶ τρωξίμων ἀποτράγημα εἴρηκεν Εὔπολις» Ἀθήν. 658D (Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 15) διάφ. γραφ. ἀντὶ ἀποπάτημα.