ἀρείφατος

Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Greek (Liddell-Scott)

ἀρείφᾰτος: Ἐπ. ἀρηΐφατος, ον, (*φένω, πέφαται) ὁ ὑπὸ τοῦ Ἄρεως φονευθείς, ὅ ἐ. φονευθεὶς ἐν πολέμῳ, Ἰλ. Τ. 31, κτλ.· φόνοι ἀρ. Εὐρ. Ἱκ. 603. 2) βραδύτερον μεταπίπτει εἰς τὴν σημασ. τοῦ ἄρειος, πολεμικός, ἀρειφάτων… ἀγώνων, άρείφατον λῆμα Αἰσχύλ. Εὐμ. 913, Ἀποσπ. 146· κόποι Ρῆσ. 124.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 tué par Arès, càd dans le combat;
2 qui tue dans le combat, càd belliqueux, vaillant.
Étymologie: Ἄρης, R. Φα tuer ; cf. πεφνεῖν.