λῆμα
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
λήματος, τό, (λῶ)
A will, desire, purpose, Epich.182 (prob.l.): concrete, λῆμα Κορωνίδος wilful Coronis, Pi.P.3.25; μητρῷον λῆμα thy proud mother, S.El.1427; λήματος κάκη weakness of will, cowardice, A.Th.616; ἥκιστα τοὐμὸν λ. ἔφυ τυραννικόν E.Med.348; ἐς τὸ κέρδος λ. ἔχων ἀνειμένον Id.Heracl.3, cf. 199, Alc.981 (lyr.), Ba.1000 (lyr.).
II temper of mind, spirit, either,
1 in good sense, courage, resolution, εὔτολμον ψυχῆς λ. Simon.140; γενναῖον λ. Pi.P. 8.45, cf. N.1.57; αἴθων λῆμα = fiery in courage, A.Th.448; δύο λήμασιν ἴσους Ἀτρεΐδας Id.Ag.122 (lyr.); τοξουλκῷ λήματι πιστοί relying on their archer spirit, Id.Pers.55 (anap.); ἀρείφατον λ. Id.Fr.147; πέτρας τὸ λ. κἀδάμαντος E.Cyc.596; λ. οὐκ ἄτολμον Ar.Nu.457 (lyr.); καθ' Ἡρακλέα… τὸ λ. ἔχων Id.Ra.463; or,
2 in bad sense, insolence, arrogance, audacity, ὅσον λ. ἔχων ἀφίκου S.OC877 (lyr.); ὦ λῆμ' ἀναιδές ib.960; δῆλον… τἀνθρώπου' στι τὸ λῆμα Ar.Nu.1350 (lyr.).—Poet. word, also used in Ion. Prose, in signf. spirit, courage, ἔργα χειρῶν τε καὶ λήματος Hdt.5.72; λήματος πλέος ib.III, cf. 7.99, 9.62: and in late Prose, as D.S.2.58 (pl.), J.BJ3.10.4, Luc.Dem.Enc.50, etc.; defined by Andronic.Pass.p.575 M.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. force de volonté, résolution;
II. p. ext. 1 en b. part courage;
2 en mauv. part audace, arrogance.
Étymologie: *λάω.
German (Pape)
τό (ΛαΩ), der Wille, das Begehren, überhaupt heftige Gemütsbewegung, Sinnesart; Pind. P. 3.20, 8.47 und öfter; οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῃ Aesch. Spt. 598; τοξουλκῷ λήματι πιστούς Pers. 55, öfter; ἥκιστα τοὐμὸν λῆμ' ἔφυ τυραννικόν Eur. Med. 348; οἶδ' ἐγὼ τὸ τῶνδε λῆμα καὶ φύσιν Heracl. 199; bes. auch Entschlossenheit, Mut, Soph. O.C. 877; Eur. Rhes. 209 und öfter; Ar. Ran. 463; oft bei Her., z.B. ὑπὸ λήματος καὶ ἀνδρηΐης 7.99, λήματος πλέος, entschlossen, 5.111; Trotz, ὦ λῆμ' ἀναιδές Soph. O.C. 960; ἔργα χειρῶν τε καὶ λήματος, Her. 5.72.
Russian (Dvoretsky)
λῆμα: дор. λᾶμα, ατος (λᾱ) τό λάω II]
1 сила воли, решимость, отвага (λήματος πλέος Her.): λήματος κάκη Aesch. малодушие;
2 сила, ловкость: τοξουλκῷ λήματι πιστός Aesch. полагаясь на свое стрелковое искусство;
3 дерзость, наглость (ἀναιδές Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
λῆμα: τό, (λάω Β) θέλησις, ἐπιθυμία, ἀπόφασις, σκοπός, σκέψις, λ. Κορωνίδος, περιφρ. ἀντὶ τοῦ Κορωνὶς (ὡς τὰ βίη, ἴς, κτλ.), Πινδ. Π. 3. 43· λήματος κάκη, ἀδυναμία θελήσεως, δειλία, Αἰσχύλ. Θηβ. 616· ἥκιστα τοὐμὸν λ. ἔφυ τυραννικὸν Εὐρ. Μήδ. 348· ἐς τὸ κέρδος λ. ἔχων ἀνειμένον ὁ αὐτ. ἐν Ἡράκλ. 3, πρβλ. 199, Ἄλκ. 981, Βάκχ. 1000. ΙΙ. κατάστασις πνεύματος, διάθεσις, ἤτοι καλὴ διάθεσις, δηλ. 1) θάρρος, ἀποφασιστικότης, εὔτολμον ψυχῆς λ. Σιμων. 140· γενναῖον λ. Πινδ. Π. 8. 65, πρβλ. Ν. Ι. 87· αἴθων λ., θερμός, ὑπέρθερμος, πύρινος κατὰ τὸ θάρρος, Αἰσχύλ. Θήβ. 448· τοξουλκῷ λήματι πιστοί, πεποιθότες ἐπὶ τὴν τοξευτικὴν αὑτῶν ἱκανότητα, ὁ αὐτ. εἰς Πέρσ. 55· Ἀρείφατον λ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 146· πέτρας τὸ λ. κἀδάμαντος Εὐρ. Κύκλ. 596· λ. οὐκ. ἄτολμον Ἀριστοφ. Νεφ. 457· καθ’ Ἡρακλέα... τὸ λ. ἔχων ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 463· - ἢ 2) κακὴ διάθεσις, δηλ. θρασύτης, ἀλαζονεία, αὐθάδεια, ὅσον λ. ἔχων ἀφίκου Σοφ. Ο. Κ. 877· ὦ λῆμ’ ἀναιδὲς ὁ αὐτ. 960· σπάν. ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 122 (ἐπὶ δύο προσώπων). - Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἴωσι πεζοῖς, πνεῦμα, θάρρος, διάθεσις πρόθυμος, ἔργα χειρῶν τε καὶ λήματος Ἡρόδ. 5. 72· λήματος πλέος ὁ αὐτ. 111, πρβλ. 7. 99., 9. 62· καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς ἐν Διοδ., Λουκ., κτλ.
English (Slater)
(λῆμα, -ατος, -α.) will, purposefulness ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος wilfulness (P. 3.25) “φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα” (P. 8.45) εἶδε γὰρ ἐκνόμιον λῆμα τε καὶ δύναμιν υἱοῦ (N. 1.57) τίν γε μέν, εὐθρόνου Κλεοῦς ἐθελοίσας, ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν δέδορκεν φάος (N. 3.83)
Greek Monolingual
(I)
η
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας chrysomelidae.
(II)
λῆμα, τὸ (Α)
1. ισχυρή θέληση, επιθυμία, απόφαση
2. θάρρος, αποφασιστικότητα («εὔτολμον ψυχῆς λῆμα», Σιμων.)
3. θρασύτητα, αλαζονεία, αυθάδεια («δῆλον... τἀνθρώπου 'στι τὸ λῆμα», Αριστοφ.)
4. φρ. α) «μητρώον λήμα» — η μητρική υπερηφάνεια, Σοφ.
β) «λήματος κάκη» — αδυναμία θέλησης, δειλία, Αισχύλ.
5. πνεύμα, θάρρος, πρόθυμη διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῶ «θέλω» + κατάλ. -μα (πρβλ. ποιῶ: ποίημα)].
Greek Monotonic
λῆμα: -ατος, τό (λάω Β)·
I. θέληση, επιθυμία, απόφαση, σκοπός, σκέψη, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. κατάσταση πνεύματος, πνεύμα, διάθεση.
1. καλή διάθεση, δηλ. θάρρος, αποφασιστικότητα, σε Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.
2. κακή διάθεση, δηλ. θρασύτητα, αλαζονεία, αυθάδεια, σε Σοφ.
Middle Liddell
λῆμα, ατος, τό, [λάω2]
I. will, desire, resolve, purpose, mind, Aesch., Eur.
II. temper of mind, spirit, whether,
1. good, courage, resolution, Hdt., Pind., Attic; or,
2. bad, insolence, arrogance, audacity, Soph.
English (Woodhouse)
ardour, courage, high spirit, spirit
Translations
arrogance
Albanian: arrogancë; Arabic: تَكَبُّر; Aramaic: ܫܘܩܠܐ; Armenian: մեծամտություն; Azerbaijani: təkəbbür; Belarusian: заразумеласць, ганарыстасць; Bulgarian: високомерие, надменност, арогантност; Catalan: arrogància; Chinese Mandarin: 傲慢; Czech: domýšlivost, arogance; Danish: arrogance, hovmod; Dutch: arrogantie, aanmatiging; Faroese: hugmóð, stórlæti, arrogansa; Finnish: arroganssi, arroganttius, kopeus, koppavuus, pöyhkeys, röyhkeys, ylimielisyys; French: arrogance; Galician: fachenda, fenolía, entono, inchazo, esfouto, bravosidade; German: Arroganz, Dünkel, Hochmut, Überheblichkeit; Greek: αλαζονεία, υπεροψία; Ancient Greek: ἀγερωχία, ἀγηνορία, ἀγηνορίη, ἁλιφροσύνη, ἀπόνοια, ἄρσις, ἀτασθαλία, ἀτασθαλίη, αὐθάδεια, αὐθαδιασμός, αὐθάδισμα, αὐταρέσκεια, βαρύτης, βρένθος, γαυρίαμα, γαυρότης, ἐμφυσίωσις, ἐξανάστασις, ἐπιπολασμός, θρασύτης, λαμυρία, λῆμα, μεγαλαύχημα, μεγαλαυχία, μεγαληνορία, μεγαλοδοξία, μεγαλοψυχία, περιοψία, στρῆνος, τὸ γαῦρον, τὸ σεμνόν, τὸ ὑπερήφανον, ὑπερβίη, ὑπερβολία, ὑπερηνορέη, ὑπερηφανία, ὑπεροψία, ὑπερφροσύνη, φρόνημα, φρονηματισμός, φρόνησις, φῦσα, φύσημα, φυσίωσις, χαύνωσις, χλιδή; Hebrew: יְהִירוּת, עתק rhet.; Hindi: अभिमान, घमंड; Hungarian: arrogancia, gőg, fennhéjázás, önhittség, önteltség, önelégültség, pökhendiség, rátartiság, nagyképűség, felfuvalkodottság, fölényesség; Icelandic: gikksháttur; Irish: borrachas, anuaill; Italian: arroganza; Japanese: 高慢, 傲慢; Kabuverdianu: farrónpa; Korean: 거만(倨慢); Ladino: altigueza; Latin: superbia; Latvian: augstprātība, augstprātīgums, uzpūtība, uzpūtīgums; Lithuanian: arogancija, išdidumas, pasipūtimas, akiplėšiškumas; Macedonian: ароганција; Malayalam: അഹങ്കാരം; Norwegian Bokmål: arroganse; Nynorsk: arroganse; Ottoman Turkish: تكبر; Polish: arogancja; Portuguese: arrogância, soberba, altivez; Romanian: trufie, mândrie, aroganță; Russian: заносчивость, высокомерие, надменность, спесь, гордыня, кичливость, чванливость; Scottish Gaelic: uaill, àrdan, ladarnas, dànadas, sodal; Serbo-Croatian Cyrillic: арога̀нција; Roman: arogàncija; Slovak: domýšľavosť, arogancia; Slovene: domišljavost; Spanish: arrogancia, soberbia, altanería, altivez; Swedish: arrogans, högmod; Tibetan: རྒྱགས་པ; Tocharian B: śarwarñe, amāṃ; Turkish: kibir, tekebbür; Ugaritic: 𐎂𐎀𐎐; Ukrainian: зарозумі́лість, гордовитість, пихатість, чванькуватість (čvanʹku
courage
Abkhaz: агәымшәара; Afrikaans: moed, dapperheid; Albanian: guxim, trimëri; Arabic: شَجَاعَة, جَسَارَة; Egyptian Arabic: جسارة; Hijazi Arabic: شجاعة; South Levantine Arabic: شجاعة; Aragonese: corache; Armenian: քաջություն, արիություն, խիզախություն; Assamese: সাহ, সাহস; Asturian: coraxe, bravura, braveza; Azerbaijani: cəsarət; Bashkir: батырлыҡ, ҡыйыулыҡ, тәүәккәллек, баҙнатлыҡ; Basque: kemen; Belarusian: смеласць, храбрасць, адвага, мужнасць; Bengali: সাহস; Breton: nerz-kalon; Bulgarian: смелост, храброст, кураж; Burmese: သူရသတ္တိ; Catalan: coratge, valor; Cherokee: ᎠᎵᎦᎵᏴᎯ; Chinese Mandarin: 勇氣/勇气, 膽量/胆量; Czech: odvaha, kuráž, statečnost; Danish: mod, tapperhed; Dutch: moed, dapperheid; Esperanto: kuraĝo; Estonian: julgus, vaprus; Faroese: dirvi, mót, áræði, treysti; Finnish: rohkeus, urheus, urhoollisuus; French: bravoure, courage, cœur, vaillance; Friulian: fiât; Galician: afouteza, coraxe, carraxe, brúo, braveza, xirio, ardemento, cordoxo; Georgian: გულადობა, მამაცობა, ვაჟკაცობა; German: Courage, Herz, Mut, Tapferkeit; Gothic: 𐌱𐌰𐌻𐌸𐌴𐌹; Greek: κουράγιο, θάρρος, γενναιότητα, ανδρεία; Ancient Greek: ἀγηνορία, αἷμα, ἀλκή, ἀνάτασις, ἀνδραγαθία, ἀνδραγαθίη, ἀνδρεία, ἀρετή, εὐανδρία, εὐτολμία, θάρρος, θάρσος, θέρσος, θράσος, κάρτος, λῆμα, μένος, τἀνδρεῖον, τὸ ἀνδρεῖον, τόλμα, τόλμη, φρόνημα; Guaraní: py'aguasu; Gujarati: હિંમત; Hawaiian: koa; Hebrew: אֹמֶץ; Hindi: साहस, हौसला, हिम्मत; Hungarian: bátorság; Icelandic: hugrekki, kjarkur; Ido: kurajo; Indonesian: keberanian; Interlingua: corage; Irish: misneach, sprid; Italian: coraggio; Japanese: 勇気, 度胸; Javanese: wani, kawenan; Kazakh: батылдық, аужарлық; Khmer: សេចក្ដីក្លាហាន; Korean: 용기(勇氣); Kurdish Northern Kurdish: wêrekî, bistehî, cesaret, curet, mêranî; Kyrgyz: кайрат, кайраттуулук, жүрөктүүлүк; Ladino: koraje, animo, djesaret; Lao: ເສົາຣະຍະ, ຄວາມກ້າຫານ; Latin: fortitudo, virtus, animus, audentia; Latvian: drosme; Lithuanian: drąsa; Luxembourgish: Mutt, Courage; Macedonian: храброст, смелост; Malay: keberanian; Malayalam: ധൈര്യം; Maltese: kuraġġ; Maori: hautoa, māia, toa; Mirandese: coraige; Mongolian: эр зориг; Nepali: बहादुरी, साहस; Norwegian Bokmål: mot, tapperhet; Occitan: coratge; Old English: nōþ; Ossetian: хъӕбатырдзинад; Persian: شهامت, جرات, جسارت, شجاعت; Polish: odwaga, męstwo, śmiałość; Portuguese: coragem, coração, valentia; Romanian: curaj; Russian: смелость, храбрость, отвага, мужество; Scottish Gaelic: tapachd; Serbo-Croatian Cyrillic: храбро̄ст, сме̏ло̄ст; Roman: hrábrōst, smȅlōst; Sicilian: curaggiu; Slovak: odvaha; Slovene: pogum, hrabrost; Spanish: coraje, valor, valentía; Swahili: ujasiri; Swedish: mod, tapperhet; Tagalog: tapang, katapangan, lakas ng loob; Tajik: ҷасурӣ, далерӣ, диловарӣ, ҷуръат, ҷасорат; Tamil: தைரியம்; Telugu: ధైర్యము; Thai: ความกล้า, ความกล้าหาญ; Tibetan: སྙིང་སྟོབས; Turkish: cesaret, yüreklilik; Turkmen: batyrlyk, mertlik, ýüreklilik; Tuvan: эрес дидим чорук; Ukrainian: сміливість, хоробрість, мужність, відвага; Urdu: ساہس, ہمت; Uyghur: جاسارەت; Uzbek: botirlik, jasurlik, mardlik, jasorat; Vietnamese: can đảm; Volapük: kurad; Welsh: hyfdra; West Frisian: moed; White Hmong: peevxwm, peev xwm; Yiddish: מוט; Zazaki: cesaret, egitey; Zulu: isibindi