ἀποχώννυμι
English (LSJ)
A bank up a river, etc., X.HG2.2.4,5.2.4; λιμένας ἀπεχώννυσαν Plu.Phoc.11.
German (Pape)
[Seite 336] (s. χώννυμι), durch Aufschütten von Erde abdämmen, verschließen, λιμένας Xen. Hell. 2, 2, 4; ποταμόν 5, 2, 4; Plut. Phoc. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχώννυμι: μέλλ. -χώσω, κλείω ἢ φράττω διὰ χωματώσεως, ποταμὸν κτλ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 4., 5. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
fermer par une levée on un retranchement.
Étymologie: ἀπό, χώννυμι.