ἀποχώννυμι

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχώννῡμι Medium diacritics: ἀποχώννυμι Low diacritics: αποχώννυμι Capitals: ΑΠΟΧΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: apochṓnnymi Transliteration B: apochōnnymi Transliteration C: apochonnymi Beta Code: a)poxw/nnumi

English (LSJ)

bank up a river, etc., X.HG2.2.4,5.2.4; λιμένας ἀπεχώννυσαν Plu.Phoc.11.

Spanish (DGE)

obstruir o cerrar con un dique ἀπέχωσε τὸν ῥέοντα ποταμόν X.HG 5.2.4, τοὺς λιμένας ἀποχῶσαι πλὴν ἑνός X.HG 2.2.4, cf. D.S.13.107, Plu.Phoc.11
abs. construir un dique εἰς σώματα ... τὰ ἀποχωννύντα para los obreros que construyen el dique, PWisc.77.39 (III a.C.).

German (Pape)

[Seite 336] (s. χώννυμι), durch Aufschütten von Erde abdämmen, verschließen, λιμένας Xen. Hell. 2, 2, 4; ποταμόν 5, 2, 4; Plut. Phoc. 11.

French (Bailly abrégé)

fermer par une levée on un retranchement.
Étymologie: ἀπό, χώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποχώννῡμι: преграждать насыпью, запруживать (λιμένας Xen., Plut.; ποταμόν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχώννυμι: μέλλ. -χώσω, κλείωφράττω διὰ χωματώσεως, ποταμὸν κτλ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 4., 5. 2, 4.

Greek Monotonic

ἀποχώννυμι: μέλ. -χώσω, φράζω το στόμιο ενός ποταμού με επιχωμάτωση, σε Ξεν.

Middle Liddell

to bank up the mouth of a river, Xen.