[ᾰ], ον, = sq., IG14.2111.
[Seite 376] = folgdm, Ep. ad. 696 (App. 337).
ἀστονάχητος: -ον, = τῷ ἑπ. , Ἀνθ. Π. παράρτ. 337.
ος, ον :qui ne gémit pas.Étymologie: ἀ, στοναχέω.