ον, gen. ονος,
A near the stars, κορυφαί A.Pr.721.
ἀστρογείτων: -ον, γεν. ονος, ὁ γειτνιάζων τοῖς ἀστράσι, ἀστρογείτονας… κορυφὰς Αἰσχύλ. Πρ. 721.
ων, ον ; gén. ονος;voisin des astres.Étymologie: ἄστρον, γείτων.