ἡ,
A want of money, Od. 17.502, Thgn.156.
[Seite 419] ἡ, Od. 17, 502, ἅπαξεἰρημ.; Theogn. 156; Soph. frg. 658.
ἀχρημοσύνη: ἡ, ἔλλειψις χρημάτων, Ὀδ. Ρ. 502, Θέογν. 156.
ης (ἡ) :pauvreté.Étymologie: ἀχρήμων.