ἀφάρμακτος
English (LSJ)
ον,
A unanointed, Nic. Th.115; unpoisoned, κύλιξ ἀ. Luc.DMort.7.2.
German (Pape)
[Seite 407] nicht vergiftet, κύλιξ Luc. Mort. D. 7, 2; Nic. Ther. 115.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφάρμακτος: -ον, = τῷ προηγ., ἰδίως μὴ δηλτηριασθείς, Νικ. Θ. 115· κύλιξ ἀφ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2· ἀφαρμάκτοις.. βέλεσι Στράβων 499 (ἔνθα ὁ Κοραῆς διορθοῖ φαρμακτοῖς).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non empoisonné.
Étymologie: ἀ, φαρμάσσω.