ἀψεγής

Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ές,

   A blameless, S.El.497 (lyr.). Adv. ἀψεγέως A.R.2.1022.

German (Pape)

[Seite 420] ές (ψέγω), ungetadelt, Soph. El. 487. – Adv. ἀψεγέως, Ap. Rh. 2, 1023.

Greek (Liddell-Scott)

ἀψεγής: -ές, ἄψογος, ἄμεμπτος, Σοφ. Ἠλ. 497 (ὁ Δινδ. προτείνει ἀψεφές). Ἐπ. ἐπίρρ. ἀψεγέως, ἀψεγέως μέσσῃσιν ἐνὶ ῥέζουσιν ἀγυιαῖς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1024.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
irréprochable, dont on n’a pas lieu de se plaindre.
Étymologie: ἀ, ψέγω.