ἄψογος
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ἄψογον, blameless, Sammelb.625, Poll.3.139. Adv. ἀψόγως Eust. 19.17.
Spanish (DGE)
-ον
1 irreprochable Poll.3.139, ἄ. φάμα Corinth.8(1).130.6 (II d.C.), ἄ. ἤδ' ἄμαχος ISmyrna 550.9 (imper.), cf. IFayoum 32.
2 adv. -ως irreprochablemente Eust.19.17, 64.37, 84.33.
German (Pape)
[Seite 421] untadelig, untadelhaft, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἄψογος: -ον, ὁ ἄνευ ψόγου, ἄμεμπτος, Πολυδ. Γ΄, 139.- Ἐπίρρ. -γως Εὐστ. 19. 17.
Greek Monolingual
και άψεγος -η, -ο (AM ἄψογος, -ον)
ο χωρίς ψόγο, ο άμεμπτος
νεοελλ.
1. αλάθητος
2. καθαρός, διάφανος.