ἀχείρωτος

Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον,

   A untamed, unconquered, Th.6.10, D.S.5.15.    II ἀ. φύτευμα, of the olive, not planted by man's hand, S.OC698 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 417] 1) unbezwungen, Thuc. 6, 10; D. Sic. 18, 24. – 2) nicht von Menschenhänden gepflanzt, φύτευμα Soph. O. C. 703; s. vor.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχείρωτος: -ον, ὁ μὴ χειρωθείς, μὴ ὑποταχθείς, Θουκ. 6. 10, Διόδ. 5. 15, ΙΙ. ἀχ. φύτευμα, ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Σοφ. Ο. Κ. 698· ὁ Πολυδ. Β,΄ 158 ἑρμηνεύει τὴν λὲξιν ἀχειρούργητον, «ἀχείρωτον δὲ Σοφοκλῆς εἴρηκε τὸ ἀχειρούργητον», ὅ ἐ. αὐτοφυές, μὴ φυτευθὲν ὑπὸ χειρὸς ἀνθρώπου.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non conquis;
2 non façonné ou planté par la main de l’homme.
Étymologie: ἀ, χειρόω.