φύτευμα
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
English (LSJ)
-ατος, τό,
A that which is planted, plant, Pi.O.3.18, Pl.Lg.761b: metaph., A.Fr.99.10, S.OC 698 (lyr.), cf. Poll.3.12.
II Montpellier rocket, Reseda phyteuma, Dsc.4.128, Plin.HN27.125.
German (Pape)
[Seite 1319] τό, das Gepflanzte, die Pflanze, der Baum; Pind. Ol. 3, 19; Soph. O. C. 703; Plat. Legg. VI, 761 b; – auch Name einer besonderen Pflanzengattung, Diosc., Plin.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce qui est planté, plant, arbre, etc.
Étymologie: φυτεύω.
Russian (Dvoretsky)
φύτευμα: ατος (φῠ) τό посаженное растение, тж. насаждение Pind., Soph., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
φύτευμα: τό, τὸ φυτευθέν, φυτόν, Πινδ. Ο. 3. 32, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 698, Πλάτ. Νόμ. 761Β. 2) μεταφ. ἐπὶ τέκνων, Πολυδ. Γ΄, 12. ΙΙ φυτόν τι, ἴσως Reseda phyteuma, Διοσκ. 4. 130, Πλίν. 27. 99.
English (Slater)
φῠτευμα plant, tree Διὸς αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα (O. 3.18)
Greek Monolingual
-εύματος, το, ΝΜΑ, και φύτεμα Ν
νεοελλ.
1. η ενέργεια του φυτεύω, τοποθέτηση σπόρου ή ρίζας φυτού στο έδαφος, φύτευση
2. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας καμπανουλίδες
μσν.-αρχ.
φυτό («κοσμοῦντες φυτεύμασί τε και οἰκοδομήμασιν», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτό που φυτεύεται, μόσχευμα
2. γέννηση
3. είδος φυτού
4. μτφ. εμφύτευση, διάδοση, διασπορά («φύτευμα πίστεως», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτεύω. Ως όρος της βοτ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. fyteuma].
Greek Monotonic
φύτευμα: -ατος, τό, φυτό, σε Πίνδ., Σοφ.