ές,
A penurious, AP6.251 (Phil.).
[Seite 446] ὄλπη, Lebensunterhalt sparend, Philip. 11 (VI, 251).
βιοφειδής: -ές, φειδωλός, Ἀνθ.ΙΙ. 6. 251.
ής, ές :qui ménage ses ressources, économe.Étymologie: βίος, φείδομαι.