A tend cattle, E.Alc.8.
[Seite 460] Rinder weiden, Eur. Alc. 8.
βουφορβέω: τρέφω, διατηρῶ βοῦς, Εὐρ. Ἀλκ. 8.
-ῶ :impf. ἐβουφόρβουν;faire paître des bœufs.Étymologie: βουφορβός.