βουφορβός

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουφορβός Medium diacritics: βουφορβός Low diacritics: βουφορβός Capitals: ΒΟΥΦΟΡΒΟΣ
Transliteration A: bouphorbós Transliteration B: bouphorbos Transliteration C: vouforvos Beta Code: bouforbo/s

English (LSJ)

βουφορβόν (fem. βουφορβή, of Persephone, Hymn.Mag. 3.26), ox-feeding:—as substantive, herdsman, E.IT237, Pl.Plt. 268a.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
boyero E.IT 237, Pl.Plt.268a, β. ἀνήρ E.IT 462.

German (Pape)

[Seite 460] Rinder weidend, Hirt, Eur. I. T. 237; Prosa, Plat. Polit. 268 a.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait paître ou nourrit des bœufs ; ὁ βουφορβός EUR bouvier ou éleveur de bœufs.
Étymologie: βοῦς, φέρβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουφορβός -ον βοῦς, φέρβω runderen weidend; subst. koeherder.

Russian (Dvoretsky)

βουφορβός: ὁ Eur., Plat. = βουποίμην.

Greek (Liddell-Scott)

βουφορβός: -όν, ὁ βοῦς τρέφων· - ὡς οὐσιαστ., βοσκός, βουκόλος, Εὐρ. Ι. Τ. 237, Πλάτ. Πολιτ. 268Α.

Greek Monolingual

βουφορβός, -όν (Α)
1. αυτός που τρέφει βόδια
2. ως ουσ. βοσκός, βουκόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -φορβός < φέρβω «βόσκω, τρέφω». (πρβλ. ιπποφορβός, ονοφορβός, υοφορβός κ.ά.)].

Greek Monotonic

βουφορβός: -όν (φέρβω), αυτός που εκτρέφει βόδια· και ως ουσ., βοσκός, βουκόλος, σε Ευρ., Πλάτ.

Middle Liddell

φέρβω
ox-feeding, and as substantive a herdsman, Eur., Plat.

Translations

herdsman

Arabic: رَاعٍ‎; Egyptian Arabic: راعي‎; Bashkir: көтөүсе; Belarusian: пастух; Bulgarian: пастир; Chinese Mandarin: 牧民, 牧人, 牧夫; Czech: pastýř, pastevec, pasák; Dutch: herder; Finnish: paimen; French: éleveur de bétail, gardien; German: Schäfer, Hirt; Gothic: 𐌷𐌰𐌹𐍂𐌳𐌴𐌹𐍃; Ancient Greek: αἰσυητήρ, αἰσυιητήρ, ἀμορβεύς, ἀμορβός, βοηλάτης, βοηνόμος, βοοβοσκός, βοονόμος, βοοτρόφος, βοσκήτωρ, βοσκός, βόσκων, βοτήρ, βότης, βουβότης, βουκαῖος, βουκόλος, βουκόλλων, βοῦκος, βουπελάτης, βουποίμην, βούτας, βούτης, βουτρόφος, βουφορβός, βῶκος, βώτωρ, ἐπιβουκόλος, κτηνοτρόφος, μηλοβότας, μηλοβότης, μηλονόμας, μηλονόμης, νομεύς, οἰονόμος, ποιμάν, ποιμήν, σαμάντωρ, σηκοκόρος, σημαντήρ, σημάντωρ, φερβήτης; Hungarian: gulyás; Icelandic: hjarðmaður, hirðir; Irish: feighlí bó, maor, aoire; Italian: bovaro; Japanese: 牧人, 牧夫; Kazakh: бақташы, малшы, сиыршы, табыншы; Korean: 목자(牧者); Latin: armentarius, bubulcus; Lithuanian: piemuo; Macedonian: овчар; Malay: gembala; Manchu: ᠠᡩᡠᠴᡳ; Maori: hēpara; Middle English: herde, herdeman; Mongolian Cyrillic: малчин; Mongolian: ᠮᠠᠯᠴᠢᠨ; Navajo: naʼniłkaadí; Plautdietsch: Hoad; Polish: pastuch; Portuguese: pastor; Romanian: cioban, păstor; Russian: пастух; Serbo-Croatian Cyrillic: па̀стӣр, чо̀бан, о̀вча̄р; Roman: pàstīr, čòban, òvčār; Slovak: pastier, pasák; Slovene: pastir; Spanish: pastor, vaquero; Swahili: mchungaji; Swedish: herde, fåraherde; Tuvan: малчын, кадарчы; Ukrainian: пастух; Westrobothnian: gjetar; Yakut: маныыһыт, бостуук