ορος, ὁ,
A = βοτήρ, Il.12.302; βώτορες ἄνδρες Od.14.102, AP 6.262 (Leon.).
βώτωρ: -ορος, ὁ, =βοτής, βοτήρ, Ἰλ. Μ.302, καὶ συχν. ἐν Ὀδ.
ορος (ὁ) :pâtre.Étymologie: βόσκω ; cf. βοτήρ.