βραχύβιος
English (LSJ)
ον,
A short-lived, Pl.R.546a, Arist.HA494a1, etc.: Comp., Hp.Art.41, Arist.HA501b23; of plants, Thphr.HP4.13.1 (= χειλιδύνιον μέγα, Ps.-Dsc.2.180): Sup. -ώτατος Str.16.4.12.
German (Pape)
[Seite 462] von kurzcm Leben, Plat. Rep. VIII, 546 a u. Folgde; comp., Arist. H. A. 2, 3; superl., Strab.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχύβιος: -ον, ὁ βραχὺν ἔχων βίον, ὀλιγόζωος, Πλάτ. Πολ. 546A, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 15, 4, κτλ.· -συγκρ., Ἱππ. Ἄρθρ. 807, Ἀριστ.· -οὐσιαστ. βρᾰχῠβιότης, ητος, ἡ βραχυχρονιότης ζωῆς, Ἀριστ. Προβλ. 34. 10 (ἔγραψεν ὡσαύτως καὶ περὶ μακρο- καὶ βραχυβιότητος)· ἐπὶ φυτῶν, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 13, 1.