βομβήεις
English (LSJ)
εσσα, εν,
A = βομβητικός, APl.4.74; κῦμα Nonn.D.3.32.
German (Pape)
[Seite 453] εσσα, εν, summend, μέλισσα Ep. ad. 467 (Plan. 74); brausend, κῦμα Nonn. D. 3, 32.
Greek (Liddell-Scott)
βομβήεις: εσσα, εν, = βομβητικός, Ἀνθ. II. 4. 74.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
1 qui bourdonne (abeille);
2 qui gronde (flot).
Étymologie: βόμβος.