ον,
A earth-bearing, σκαφίδες AP6.297 (Phan.).
γειοφόρος: -ον, ὁ φέρων γῆν, σκαφίδες Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297.
ος, ον :qui porte de la terre.Étymologie: γῆ, φέρω.