γλαύσσω
English (LSJ)
A shine, glitter, Hsch.: aor. imper. γλαῦξον EM234.15. (Denom fr. γλαυκός, cf. δια-γλαύσσω.)
Greek (Liddell-Scott)
γλαύσσω: λάμπω, ἀπαστράπτω, Ἡσύχ.· ἀόρ. γλαῦξον Ἐτυμ. Μ. 234. 15· πρβλ. διαγλαύσσω. (Ἴδε ἐν λ. γλαυκός).
French (Bailly abrégé)
briller.
Étymologie: γλαυκός.