διαγλαύσσω
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
English (LSJ)
shine brightly, ἀταρποί A.R.1.1281.
Spanish (DGE)
brillar con vivo resplandor ἀταρποί A.R.1.1281.
Greek (Liddell-Scott)
διαγλαύσσω: λάμπω φωτεινῶς, ἀπαστράπτω λαμπρῶς, ἀταρπὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1281.
Greek Monolingual
διαγλαύσσω (Α) γλαύσσω
λάμπω, φαίνομαι ολοκάθαρα.
German (Pape)
hell glänzen, Ap.Rh. 1.1281.