διαγλαύσσω
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
English (LSJ)
shine brightly, ἀταρποί A.R.1.1281.
Spanish (DGE)
brillar con vivo resplandor ἀταρποί A.R.1.1281.
Greek (Liddell-Scott)
διαγλαύσσω: λάμπω φωτεινῶς, ἀπαστράπτω λαμπρῶς, ἀταρπὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1281.
Greek Monolingual
διαγλαύσσω (Α) γλαύσσω
λάμπω, φαίνομαι ολοκάθαρα.
German (Pape)
hell glänzen, Ap.Rh. 1.1281.