γηροτροφία

Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ἡ,

   A = γηροβοσκία, Antipho Soph.66, PFlor.382.39 (iii A. D.); τὰς γ. ἀποτίνειν Plu.2.579e.

Greek (Liddell-Scott)

γηροτροφία: ἡ, = γηροβοσκία, Πλούτ. 2. 579Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. γηροβοσκία.
Étymologie: γηροτρόφος.