[ῡ], ἡ,
A vulture's nest, Hsch.; κοίλωμα γῆς, θαλάμη, γωνία, Id.
[Seite 512] ἡ, Geiernest, übh. Höhle, Raubnest, VLL.
γύπη: ἡ, (γὺψ) φωλεὸς γυπῶν, ὀπή, Ἡσύχ., πρβλ. κύπη.
ης (ἡ) :nid de vautour.Étymologie: γύψ.