γηροκομία

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A = γηροβοσκία, J.AJ5.9.4 (γηρωκ-), Plu. Cat.Ma.5 (pl., γηρωκ-), 2.583c.

Greek (Liddell-Scott)

γηροκομία: γηροβοσκία, Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 5., 2. 583C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. γηροβοσκία.
Étymologie: γηροκόμος.