δειματοσταγής

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ές, (στάζω)

   A reeking with horror, A.Ch.842 (leg. αἱματοσταγές).

Greek (Liddell-Scott)

δειμᾰτοστᾰγής: -ές, (στάζω) στάζων τρόμον, πλήρης τρόμου, Αἰσχύλ. Χο. 842· ἀλλ’ οἱ πλεῖστοι τῶν ἐκδοτῶν ἀπεδέξαντο τὴν τοῦ Stanley διόρθωσιν αἱματοσταγές.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
litt. qui distille la frayeur, càd terrible.
Étymologie: δεῖμα, στάζω.