δειματοσταγής
English (LSJ)
ές, (στάζω)
A reeking with horror, A.Ch.842 (leg. αἱματοσταγές).
Greek (Liddell-Scott)
δειμᾰτοστᾰγής: -ές, (στάζω) στάζων τρόμον, πλήρης τρόμου, Αἰσχύλ. Χο. 842· ἀλλ’ οἱ πλεῖστοι τῶν ἐκδοτῶν ἀπεδέξαντο τὴν τοῦ Stanley διόρθωσιν αἱματοσταγές.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
litt. qui distille la frayeur, càd terrible.
Étymologie: δεῖμα, στάζω.