δεινόπους

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. ποδος,

   A with terrible foot, Ἀρά (as if she were a hound upon the track), S.OT418.

German (Pape)

[Seite 538] οδος, mit schrecklichem Fuße, Ἀρά, die schrecklich verfolgende Rachegöttin, Soph. O. R. 418.

Greek (Liddell-Scott)

δεινόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ φοβεροὺς ἔχων πόδας, Ἀρά δ., (ὡς εἰ ἦτο κύων θηρευτικὴ καταδιώκουσα τὰ ἴχνη τοῦ θύματὸς της), Σοφ. Ο. Τ. 418.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν, gén. -ποδος
aux pieds terribles, càd à la marche terrible (l’Imprécation).
Étymologie: δεινός, πούς.