δείδεκτο

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

δειδέχαται, δειδέχατο,

   A v. δειδίσκομαι;

Greek (Liddell-Scott)

δείδεκτο: δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. δείκνυμι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pqp. Pass., au sens d’un impf., de δείκνυμι.