δείδεκτο
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
δειδέχαται, δειδέχατο, v. δειδίσκομαι;
Spanish (DGE)
v. δειδίσκομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pqp. Pass., au sens d'un impf., de δείκνυμι.
German (Pape)
s. δείκνυμι.
Russian (Dvoretsky)
δείδεκτο: эп. 3 л. sing. ppf. в знач. impf. med. к δείκνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
δείδεκτο: δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. δείκνυμι.
English (Autenrieth)
see δείκνῦμι.
Greek Monotonic
δείδεκτο: γʹ ενικ. υπερσ. του δείκνυμι (σημασία II)· — δειδέχᾰται, δειδέχᾰτο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ.