ές,
A = γλυκύς, dub. in Nic.Al.328; cf. δευκές· λαμπρόν, ὅμοιον, Hsch.
δευκής: -ές, = γλυκύς, Νίκ. Ἀλ. 328· δεῦκος, τό, λέγεται ὅτι εἶναι Αἰολ. ἀντὶ τὸ γλυκύ· πρβλ. ἀδευκής.
ής, ές :c. γλυκύς.Étymologie: cf. δεῦκος.