διαγογγύζω
English (LSJ)
A mutter or murmur among themselves, κατά τινος LXX Ex.16.7; ἐπί τινι ib.Nu.14.2: abs., Ev.Luc.15.2, 19.7, Hld.7.27.
Greek (Liddell-Scott)
διαγογγύζω: μέλλ. -σω, γογγύζω πολύ, μουρμουρίζω, κατά τινος Ἑβδ. (Ἐξόδ. 16. 7, 8)· ἐπί τινα αὐτόθι Ἀριθμ. 14. 2· γογγύζομεν πρὸς ἀλλήλους, Εὐαγγ. κ. Λουκ. 15. 2., 19. 7· πρβλ. Ἡλιόδ. 7. 27.
French (Bailly abrégé)
1 murmurer entre soi en parl. de plus. pers. ; κατά τινος, ἐπί τινα contre qqn;
2 murmurer en gén.
Étymologie: διά, γογγύζω.