διαγρυπνέω

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A lie awake, ἐν μακρῷ χρόνῳ νυκτὸς δ. Ar.Ra.931, cf. Luc.Nec.6, Porph.Abst.1.27; τὴν νύκτα D.S.14.105.

German (Pape)

[Seite 575] die ganze Nacht durch schlaflos sein, wachen, Ar. Ran. 931; Plut. Cat. min. 27; τὴν νύκτα, D. Sic. 14, 105.

Greek (Liddell-Scott)

διαγρυπνέω: διατελῶ ἄγρυπνος, κεῖμαι ἐπὶ τῆς κλίνης ἄγρυπνος, ἐν μακρῷ χρόνῳ νυκτὸς δ. Ἀριστοφ. Βατρ. 931· τήν νύκτα Διόδ. 14. 105.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
passer la nuit sans dormir, rester éveillé.
Étymologie: διά, ἀγρυπνέω.