διακώλυσις

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A hindering, preventing, αἱ τῶν ἀναιρέσεων δ. Id.R.469e; ἀπὸ προαιρέσεων Arist.Rh.Al.1421b22.

German (Pape)

[Seite 585] ἡ, Verhinderung, Plat. Rep. V, 469 e; – Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διακώλῡσις: -εως, ἡ, ἐμπόδιον, παρεμπόδισις, αἱ τῶν ἀναιρέσεων δ. Πλάτ. Πολ. 169Ε· τῶν προαιρέσεων Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 2, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’empêcher.
Étymologie: διακωλύω.