διακωλύω
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
[ῡ], hinder, prevent, τινὰ μὴ ποιεῖν Hdt.8.144, cf. Lys.20.36; δ. σε ὀρφανὸν εἶναι E.Hec.148; δ. τὰ ἱερὰ μὴ γίγνεσθαι Antipho 5.82; δ. ἄδικα γίγνεσθαι Pl.Ap.31e; δ. τινά Th.8.92, Ev.Matt.3.14; δ. τινά τι (sc. ποιεῖν) Pl.Ep.315d; δ. τινά τινος D.S.20.79; δ. φόνον S.OC1771 (lyr.); δ. τὸ πρᾶγμα Alc.Com.3, cf. Arist.EN1159b6:—Pass., Th.1.101; διακωλυθεὶς τοῦ σκοποῦ τυχεῖν Antipho 3.2.7: ἂ διεκωλύθη (sc. ποιεῖν) D.18.60.
Spanish (DGE)
1 impedir, obstaculizar c. inf. y suj. en ac. τὴν ὑστέρην καθαίρεσθαι Hp.Mul.2.132, σε ... ὀρφανὸν εἶναι E.Hec.148, πολλὰ ἄδικα ... γίγνεσθαι Pl.Ap.31e, ἡ τοῦ θεοῦ ἑορτὴ διεκώλυέ με ἀποθνῄσκειν Pl.Phd.61a, τὸν μὲν σκυτοτόμον διεκωλύομεν μήτε γεωργὸν ἐπιχειρεῖν εἶναι ἅμα Pl.R.374b, τοὺς δὲ μήπω δεδουλωμένους ... δουλωθῆναι Pl.Ti.25c, συλληφθέντα ὡς ἐλεύθερον ὄντα διεκώλυσεν βασανίζεσθαι Isoc.17.17, τὸ χωρίον πραθῆναι Is.2.28, τοὺς βουλομένους εἰπεῖν D.19.249, διακωλύοντος αὐτοῦ τυχεῖν αὐτοὺς τῆς αὐτονομίας D.S.20.79, cf. Lib.Vit.7.34, τοὺς ἑτέρους κρατῆσαι Plu.Sol.13, cf. I.AI 9.287, ὀλισθαίνειν ... τὸ βρέφος D.P.Au.1.3
•c. μή e inf. impedir que μεγάλα ἐστὶ τὰ διακωλύοντα ταῦτα μὴ ποιέειν Hdt.8.144, μὴ διαφθεῖραι Th.2.49, cf. 17, μὴ σῴζεσθαι Lys.20.36, τὰ ἱερὰ μὴ γίγνεσθαι Antipho 5.82, τὸν πάσχοντα μὴ παθεῖν Antipho Soph.B 44A.6.15, tb. en v. pas. Hp.Mul.1.17
•sólo c. inf. ὁ χειμὼν διεκώλυσε μηδὲν πρᾶξαι X.HG 1.7.32, cf. 6.35, διακωλῦσαι βοηθεῖν Plb.29.24.3, ὑποδρόμοις ἀσφαλέσι προσσχεῖν εὐσεβείας Ph.2.343, παθεῖν ταῦτα Plu.2.861a, con inf. impl. αὐτὸν δὲ τὸν κύκλον Νικίας διεκώλυσεν Nicias impidió que hicieran lo mismo con el propio círculo fortificado Th.6.102
•en v. pas. verse imposibilitado, ser impedido ἔπαθε διακωλυθεὶς τοῦ σκοποῦ τυχεῖν Antipho 3.2.7, πράττειν ... διεκωλύθησαν D.H.10.12.
2 c. ac. de abstr. impedir, evitar φόνον S.OC 1771, ὕπνον Hp.Morb.3.16, μόρον Ἀδμήτου E.Alc.33, ταῦτα X.HG 2.3.46, τὸ πρᾶγμα Alc.Com.4, εἰ δὲ πόλεμος διακωλύσει τι τῶν ἔργων Schwyzer 656.6 (Tegea IV a.C.), τὴν ἐπ' ὀρθὸν φοράν Thphr.Ign.53, τὸν ἐπίπλουν τῆς βοηθείας Plb.1.44.4, cf. Sosicr.Hist.11, τὴν παράταξιν αὐτῶν D.S.13.78., τὴν οἰκοδομίαν τοῦ ναοῦ I.AI 11.103, cf. 14.485, τοῦτο Plu.2.201a, Pomp.19, Hld.5.31.1
•c. doble ac. ταῦτ' ... σὲ μὲν τότε διεκώλυσα Pl.Ep.315d
•en v. pas. ser impedido ἃ ... διεκωλύθη D.18.60, τὸ ἔργον οὐκ ἔδρασε διακωλυθεὶς ὑπὸ τῶν φίλων I.AI 6.238, cf. PRyl.579.16 (I a.C.)
•fig. ser frustrado ἔσχε μὴ διακωλυθείσης τῆς τοῦ καταρξαμένου φιλοτιμίας I.BI 5.154
•abs. ser un obstáculo, estorbar τῶν Θηβαίων τινὲς ὄντες ἐν τῷ τείχει διεκώλυον X.HG 3.5.19, ὁ Ἴφικλος διεκώλυε Ergias 1, ἵνα, εἰ διακωλύοι τις, εὐθὺς ἀπόληται Ph.2.576, μηδενὸς ἐνισταμένου μηδὲ διακωλύοντος Plu.Agis 13, τῶν νεωκόρων τις διεκώλυε Hld.7.11.2, de los vientos, Thphr.Vent.48.
3 c. ac. de pers. retener, detener αὐτὸν Pl.Thg.128e, Eu.Matt.3.14, Luc.DMeretr.10.2, cf. I.AI 5.325, D.L.4.41, τῶν τε πρεσβυτέρων διακωλυόντων τοὺς ἐν τῷ ἄστει διαθέοντας Th.8.92, τοὺς ἐπὶ τὸ στρατόπεδον πλέοντας Plb.1.53.7, cf. D.H.9.54
•c. ac. de pers. y gen. de abstr. διεκώλυσαν αὐτὸν τῆς εἰς τὴν πόλιν εἰσόδου D.S.17.40
•c. ac. de pers. y part. predic. διακωλῦσαι αὐτοὺς προσβαίνοντας LXX Iu.4.7, cf. SEG 37.77.28 (Atenas IV a.C.), Plu.2.295b, Τιμόθεον μέλλοντα στρατεύειν ἐφ' ὑμᾶς διεκώλυσα Anaximen.Rh.1435a15
•en v. pas. διεκωλύθησαν δὲ ὑπὸ τοῦ γενομένου σεισμοῦ Th.1.101, εἰ μὴ χειμῶνι διεκωλύθη σφοδροτάτῳ I.BI 1.339, διεκωλύοντο πρὸς τὴν τόλμαν ὑπὸ τῆς τοῦ Σκεδάσου χρηστότητος Plu.2.773c.
German (Pape)
[Seite 585] verhindern, abhalten; Soph. O. C. 1771; τινά, Thuc. 8, 92; sequ. acc. c. inf., Plat. Apolog. 31 c u. Folgde; ταῦτά σε, Plat. Ep. III, 315 d; τινὰ τῆς εἰσόδου D. Sic. 17, 40.
French (Bailly abrégé)
faire obstacle à, empêcher, acc. ; Pass. être empêché : ἃ διεκωλύθη DÉM ce qu'il a été empêché (de faire).
Étymologie: διά, κωλύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κωλύω verhinderen, weerhouden, met acc.:; δ. φόνον een bloedbad verhinderen Soph. OC 1771; met dubbele acc.:; ταῦτ’... σὲ μὲν τότε διεκώλυσα dat heb ik u toen belet Plat. Epist. 315d; met. inf.:; δ. σε... ὀρφανὸν εἶναι verhinderen dat jij wees wordt Eur. Hec. 148; inf. geïmpliceerd:; αὐτὸν δὲ τὸν κύκλον Νικίας διεκώλυσεν maar Nicias belette ze de Cirkel zelf (in te nemen) Thuc. 6.102.2; met μή + inf.: μεγάλα ἐστὶ τὰ διακωλύοντα ταῦτα μὴ ποιέειν groot zijn de hinderpalen om dat te doen Hdt. 8.144.2.
Russian (Dvoretsky)
διακωλύω: противодействовать, препятствовать, запрещать (τι Soph., Arst., τινά Thuc., Arst., τινά τι Plat., τινὰ ποιεῖν τι Eur., Plat., Plut. или μὴ ποιεῖν τι Her.): ἃ διεκωλύθη Dem. то, в чем ему помешали; διακωλῦσαί τινα τῆς εἰς τὴν πόλιν εἰσόδου Diod. преградить кому-л. доступ в город; διεκωλύοντο πρὸς τὴν τόλμαν ὑπό τινος Plut. что-то не позволило им дерзнуть.
English (Strong)
from διά and κωλύω; to hinder altogether, i.e. utterly prohibit: forbid.
English (Thayer)
imperfect διεκωλυον; (διά in this compound does not denote effort as is commonly said, but separation, Latin dis, cf. German verhindern, Latin prohibere; cf. διακλειω, to separate by shutting, shut out; cf. Winer s De verb. comp. etc. Part v., p. 17f); to hinder, prevent: τινα, Winer's Grammar, § 40,3c.; Buttmann, 205 (178)). (From Sophocles and Thucydides down.)
Greek Monolingual
διακωλύω (AM)
παρεμποδίζω, παρακωλύω, συγκρατώ.
Greek Monotonic
διακωλύω: [ῡ], μέλ. -ύσω, εμποδίζω, παρακωλύω, αποτρέπω, τινὰ μὴ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ.· ή χωρίς το μή, σε Ευρ., Πλάτ.· δ. τινά, σε Θουκ.· δ. φόνον, σε Σοφ. — Παθ., ἃ διεκωλύθη (ενν. ποιεῖν), τα οποία εμποδίσθηκε από το να τα πραγματοποιήσει, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
διακωλύω: [ῡ], μέλλ. -ύσω, ἐμποδίζω, παρακωλύω, τινὰ μὴ ποιεῖν Ἡρόδ. 8. 144, πρβλ. Λυσ. 161.25· ἢ μόνον μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Ἐκ. 150, Πλάτ. Ἀπολ. 31Ε· δ. τινὰ Θουκ. 8. 92, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 5· δ. τινά τι (ποιεῖν) Ἐπ. Πλάτ. 325D· δ. τινά τινος Διόδ. 17. 40· δ. φόνον Σοφ. Ο. Κ. 1771· δ. τὸ πρᾶγμα Ἀλκαῖ. Κωμ. Γαν. 2.- Παθητ., διακωλυθεὶς τυχεῖν Ἀντιφῶν 121, ἐν τελ.· ἃ διεκωλύθη (ἐνν. ποιεῖν) Δημ. 245. 12.
Middle Liddell
fut. ύσω
to hinder, prevent, τινὰ μὴ ποιεῖν τι Hdt.; or without μή, Eur., Plat.; δ. τινά Thuc.; δ. φόνον Soph.:—Pass., ἃ διεκωλύθη (sc. ποιεῖν) which he was prevented from doing, Dem.
Chinese
原文音譯:diakwlÚw 笛阿-可呂哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-禁止
字義溯源:攔住,阻礙,阻止;由(διά)*=通過)與(κωλύω)=阻止)組成;其中 (κωλύω)出自(κολάζω)=減縮,懲戒),而 (κολάζω)出自(κολοβόω)Y*=阻礙)
同源字:1) (διακωλύω)攔住 2) (κωλύω)阻止。參讀 (ἀνακόπτω)同義字
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 就攔住(1) 太3:14