διαθλέω
German (Pape)
[Seite 579] 1) durch-, zu Ende kämpfen, ἀγῶνας Hierocl.; βίον, Hel. 7, 5. – 2) wettkämpfen, τινί, Conon. 12; πρός τινα, Ael. V. H. 5, 6.
Greek (Liddell-Scott)
διαθλέω: ἀπελπιστικῶς ἀγωνίζομαι, πρός τινα Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 6· τινι Κόνων 12· ΙΙ. ἀγωνίζομαι συνεχῶς, μέχρι τέλους, βίον Ἡλιόδ. 7. 5· ἀγῶνες διαθλούμενοι Κλήμ. Ἀλ. 29.