ἀθλέω

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθλέω Medium diacritics: ἀθλέω Low diacritics: αθλέω Capitals: ΑΘΛΕΩ
Transliteration A: athléō Transliteration B: athleō Transliteration C: athleo Beta Code: a)qle/w

English (LSJ)

Ion. impf.
A ἀέθλεον Hdt.1.67, 7.212: aor. ἤθλησα (v. infr.): pf. ἤθληκα Plu.Demetr.5:—Med., aor. ἐνηθλησάμην AP7.117 (Zenod.):—Pass., pf. κατήθλημαι Suid.: (ἆθλος, ἆθλον):—commoner form of ἀθλεύω, used by Hom. only in aor. part., Λαομέδοντι.. ἀθλήσαντε having contended with Laomedon, Il.7.453; πολλάπερ ἀθλήσαντα having gone through many struggles, 15.30; contend in battle, Hdt.7.212; πρός τινα 1.67; ἀ. ἄθλους, ἀ. κατὰ τὴν ἀγωνίαν Pl.Ti.19c and b, cf. Lg.830a; ἤθλησα κινδυνεύματα have engaged in perilous struggles, S.OC564; φαῦλον ἀθλήσας πόνον E.Supp. 317; ἀ. τῷ σώματι Aeschin.2.147.
II to be an athlete, contend in games, Simon. 149, CIG2810b (Aphrodisias).
III hold games, ἐπ' Ἀρχεμόρῳ B.8.12.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón., ép., lír. ἀεθλέω
• Morfología: [Hom. sólo part. aor.]
I 1realizar hazañas de Heracles Il.15.30, de Zenón de Citio οὐδὲ τά γ' Ἡρακλῆος ἀέθλεε Antip.Sid.3588P.
2 pasar pruebas, peligros, trabajos ἤθλησα κινδυνεύματ' S.OC 564, πόνον E.Supp.317, ἤθληται πόνος Critias B 15a, τῷ σώματι Aeschin.2.147.
II 1competir en juegos, concursos, c. dat. Λαομέδοντι ... ἀθλήσαντε Il.7.453, cf. Pl.Lg.830a, IAphrodisias 3.91.1.12 (II d.C.), ἀθλήσας τὰ πάντα ἔτη ἕξ IUrb.Rom.240.35 (II/III d.C.)
abs. de pers., Simon.111D., B.9.12, 2Ep.Ti.2.5, de caballos, Theot.Cyr.1
hacer ejercicio κινούμενά τε αὐτὰ καὶ ... ἀθλοῦντα moviéndose y haciendo ejercicio Pl.Ti.19b.
2 gener. combatir Hdt.7.212, c. πρός y ac. de pers., Hdt.1.67, fig. sent. erót., Luc.Asin.11.

German (Pape)

[Seite 46] = ἀεθλέω, kämpfen, arbeiten, Mühsal dulden, Hom. Iliad. 7, 453 von einem τεῖχος, τὸ ἐγὼ καὶ Φοῖβος Ἀπόλλων ἥρῳ Λαομέδοντι πολίσσαμεν ἀθλήσαντες, 15, 30 vom Hercules, τὸν μὲν ἐγὼ ἔνθεν ῥυσάμην καὶ ἀνήγαγον αὖτις Ἄργος ἐς ἱππόβοτον, καὶ πολλά περ ἀθλήσαντα; – ἤθλησα Soph. O. C. 570; Eur. φαῦλον πόνον Suppl. 397; ἄθλους Plat. Tim. 19 c; N.T.

French (Bailly abrégé)

ἀθλῶ :
f. ἀθλήσω, ao. ἤθλησα, pf. ἤθληκα;
I. 1 lutter, combattre ; ἀθλ. κινδυνεύματα SOPH avoir à lutter contre des dangers;
2 être athlète;
II. faire avec effort : (πόλιν) Λαομέδοντι IL construire à force de travail (une ville) pour Laomédon;
NT: combattre (dans les compétitions athlétiques).
Étymologie: ἆθλον.

Russian (Dvoretsky)

ἀθλέω: ион. ἀεθλέω
1 воевать, сражаться (τινι Hom.): κακῶς ἀ. πρός τινα Her. терпеть поражения в войне с кем-л.; ἆθλοι, οὕς πόλις ἀθλεῖ Plat. войны, которые ведет государство; ἠθληκὼς πολλοὺς καὶ μεγάλους καθ᾽ αὁτον ἀγῶνας Plut. командовавший многими большими сражениями;
2 бороться, состязаться (κατὰ τὴν ἀγωνίαν Plat.): ἀ. τῷ σώματι Aeschin. быть участником гимнастических состязаний;
3 (о трудном деле, подвиге) совершать, исполнять (πολλά Hom.; φαῦλον πόνον Eur.): ἤθλησα κινδυνεύματ᾽ ἐν τὠμῷ κάρᾳ Soph. жизнь моя подверглась тяжелым опасностям.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθλέω: Ἰων. παρατ. ἀέθλεον, Ἡρόδ. 1. 67, 7. 212: ― μέλλ. -ήσω, Χρησμ. Σιβυλλ. 2. 43: ― ἀόρ. ἤθλησα, (ἴδε κατωτέρω): ― παρακμ. ἤθληκα, Πλουτ. Δημήτρ. 5: ― Μέσ. ἀόρ. ἐνηθλησάμην, Ἀνθ. Π. 7. 117: ― Παθ. πρκμ. κατήθλημαι, Σουΐδ. (ἆθλος, ἆθλον). Κοινότερος τύπος τοῦ ἀθλεύω, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἀόρ. μετοχ., Λαομέδοντι… ἀθλήσαντες, ἀγωνισθέντες πρὸς αὐτόν, Ἰλ. Η. 453· πολλά περ ἀθλήσαντα = διελθόντα διὰ πολλῶν ἀγώνων, Ο. 30: ― μάχομαι, ἀγωνίζομαι ἐν μάχῃ, Ἡρόδ. 7. 212· πρός τινα, 1. 67· ἀθλεῖν ἄθλους, ἀθλ. κατὰ τὴν ἀγωνίαν, Πλάτ. Τίμ. 19C καὶ Β, Πρβλ. Νόμ. 830Α· ἤθλησα κινδυνεύματ’, ἔχω λάβει μέρος εἰς κινδυνώδεις ἀγῶνας, Σοφ. Ο. Κ. 564· φαῦλον ἀθλήσας πόνον, Εὐρ. Ἱκ. 317· ἀθλεῖν τῷ σώματι, Αἰσχίν. 47. 37. ΙΙ. Εἶμαι ἀθλητής, ἀγωνιζόμενος ὑπὲρ τοῦ βραβείου κατὰ τοὺς ἀγῶνας, Σιμων. 149, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2810b, 2811b.

English (Abbott-Smith)

ἀθλέω, -ῶ (in cl. also ἀθλεύω, < ἆθλος, a contest, in war or in sport),
to contend in games, wrestle, combat: II Ti 2:5. †

English (Strong)

from athlos (a contest in the public lists); to contend in the competitive games: strive.

English (Thayer)

(ῶ; (1st aorist subjunctive 3rd person singular ἀθλήσῃ); (ἆθλος, a contest); to engage in a contest, contend in public games (e. g. Olympian, Pythian, Isthmian), with the poniard(?), gauntlet, quoit, in wrestling, running, or any other way: ἀθλεύω). (Compare: συναθλέω).

Greek Monotonic

ἀθλέω: Ιων. παρατ. ἀέθλεον, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἤθλησα, παρακ. ἤθληκα (ἆθλος)· συνηθέστερος τύπος του ἀθλεύω· Λαομέδοντι ἀθλήσαντες, αγωνίστηκαν με αυτόν, εναντίον του, σε Ομήρ. Ιλ.· πολλά περ ἀθλήσαντα, αυτός που πέρασε μέσω πολλών αγώνων, πολλών προσπαθειών και μόχθων, στο ίδ.· αγωνίζομαι στη μάχη εναντίον κάποιου, μάχομαι εναντίον κάποιου, πρός τινα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἆθλος, commoner form of ἀθλεύω.]
Λαομέδοντι ἀθλήσαντες having contended with him, Il.; πολλά περ ἀθλήσαντα having gone through many struggles, Il.: to contend in battle, πρός τινα Hdt.

Chinese

原文音譯:¢qlšw 阿特累哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:競爭
字義溯源:比賽,爭鬥,比武;源自(ἄθλησις)X*=競賽)。這字用來描寫在運動場上的競賽,比武。參讀 (ἀγωνίζομαι)同義字
出現次數:總共(2);提後(2)
譯字彙編
1) 他⋯比武(1) 提後2:5;
2) 場上比武(1) 提後2:5