[Seite 592] durchgehen, διανεύμενος ἔργα σαοφροσύνης Christodor. in Anth. II, 34.
διανέομαι: διέρχομαί τι ἔργα Ἀνθ. Π. 2. 34.
-οῦμαι;traverser, parcourir.Étymologie: διά, νέομαι.