διανέομαι

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

German (Pape)

[Seite 592] durchgehen, διανεύμενος ἔργα σαοφροσύνης Christodor. in Anth. II, 34.

Greek (Liddell-Scott)

διανέομαι: διέρχομαί τι ἔργα Ἀνθ. Π. 2. 34.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
traverser, parcourir.
Étymologie: διά, νέομαι.