ου, ὁ,
A runner in the δίαυλος, Pi.P.10.9.
[Seite 609] ὁ, der Wettläufer im δίαυλος, Pind. P. 10, 9.
διαυλοδρόμης: -ου, ὁ, ὁ τρέχων ἐν τῷ διαύλῳ, Πίνδ. Π.10.14.
ου (ὁ) :qui court le δίαυλος.Étymologie: δίαυλος, δραμεῖν.