δίαυλος
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A double pipe or channel: usually in the race, double course, Pi.O.13.37, E.El.825, IG22.957, al.; compared with recurrent nerves, Gal.UP7.14.
b δίαυλος ἵππος, Hp.Vict.2.63.
2 metaph., κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν to run the homeward course, retrace one's steps, A.Ag.344; δίαυλοι κυμάτων ebb and flow, rise and fall of the waves, E.Hec.29; εἰς αὐγὰς πάλιν ἁλίου δισσοὺς ἂν ἔβαν διαύλους they would twice return, Id.HF662 (lyr.), cf. 1102; τὸν ὕστατον τρέχων δ. τοῦ βίου Alex.235; ἐκπεριτρέχειν διαύλους = to run to and fro, Aristaenet.1.27; of a wife's return to her husband, Anaxandr.56.4.
II strait, E. Tr.435.
2 in plural, of air-passages, Opp.C. 2.181.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ paso, estrecho, desfiladero στενὸν δίαυλον ᾤκισται πέτρας δεινὴ Χάρυβδις E.Tr.435 (pero cf. tal vez 1 δίαυλος II 1).
-ου, ὁ I 1deport. diaulo, doble estadio, carrera doble con vuelta al punto de partida, Pi.O.13.37, S.El.691, Pl.Lg.833b, Hp.Vict.35.9, 78.3, Call.Lau.Pall.23, Fr.384.39, AP 13.5 (Phal.), Ph.2.298 (p.146), Artem.1.58, Paus.6.13.3, 6.16.4, PRyl.93.7 (III d.C.), Philostr.Gym.3, δ. ἕλιξ δρόμος Nonn.D.11.400, instituida en Olimpia en la decimocuarta olimpiada (724 a.C.), Paus.5.8.6, Philostr.Gym.12, frec. en inscr. agonísticas SEG 11.338 (Argos III a.C.), IG 42.629 (Epidauro II a.C.), Milet 1(9).369.3 (I a.C.), IKeramos 15.3 (I d.C.), IEphesos 1613.4 (II/III d.C.), IAphrodisias 3.70.25, 34 (III d.C.), ἀνδρῶν δ. IEphesos 1084A, 1132.14, 1133.6 (todas imper.)
•tb. para niños y jóvenes νεικήσαντα παιδικῶν δίαυλον IEphesos 3810.8 (heleníst.), νεικήσας ἀγενίων δίαυλον SEG 40.1568.15 (Leontópolis III d.C.), νικήσαντα παῖδας δόλιχον καὶ δίαυλον IStratonikeia 1329, cf. IEphesos 1101.12 (II a.C.), SEG 28.1246.17 (Janto II/I a.C.), παίδων πολιτικῶν δ. INap.52.6 (II d.C.), νεικήσας τοὺς καθ' ἡλικίαν δίαυλον TAM 3(1).209 (Termeso II d.C.)
•en modalidad con armas, Ar.Au.292a, ἐν ὅπλοις δ. IG 22.956.78 (II a.C.), νίκας ἀνείλετο Ὀλυμπιάσι ... διαύλου δὲ ἀμφοτέρα, καὶ γυμνὸς καὶ μετὰ τῆς ἀσπίδος Paus.2.11.8, cf. 10.34.5
•como competición hípica θᾶσσον ... ἢ δρομεὺς δισσοὺς διαύλους ἱππίους διήνυσεν E.El.825, ἵππῳ πολεμιστῇ δίαυλον IG 22.957.75, 956.82 (ambas II a.C.), ἵππῳ πολεμιστῇ δίαυλον ἐν ὅπλοις IG 22.2316.29 (II a.C.), cf. IG 7.2871.13, 15 (I a.C.)
•con carros ζεύγει δ. IG 22.2316.60 (II a.C.), SEG 41.115.10 (Atenas II a.C.), συνωρίδι δ. IG 22.2316.25 (II a.C.), SEG 41.115.47 (Atenas II a.C.)
•p. ext. vuelta en las carreras de carros en los circos romanos, D.C.49.43.2.
2 metrol. diaulo o doble estadio como medida de longitud equiv. in palaestris peristylia ... ita sint facienda uti duorum stadiorum habeant ambulationis circumitionem quod Graeci uocant δίαυλον Vitr.5.11.1, δ.· μέτρον πηχῶν <σ'> Hsch., cf. Sch.Ar.Au.291D.
•fig. como etapa en la ‘carrera de la vida’ τὸν γὰρ ὕστατον τρέχων δίαυλον τοῦ βίου ζῆν βούλομαι Alex.237.
II fig. y metáf.
1 carrera de ida y vuelta como viaje o recorrido de ida y vuelta: de vuelta del Hades a la vida θανόντες εἰς αὐγὰς πάλιν ἁλίου δισσοὺς ἂν ἔβαν διαύλους E.HF 662, cf. 1102, ref. a la expedición a Troya κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν A.A.344, de la mujer a casa del marido y de vuelta a casa de los padres, Anaxandr.57, del sol en su recorrido, Fauorin.de Ex.13.18, ref. al circuito de ciertos nervios, Gal.3.579, cf. 575, del aire en el proceso de aspiración y espiración ὁ τῆς ἀναπνοῆς δ. Ph.2.263, πνοιῇσι δίαυλοι Opp.C.2.181, cf. 342
•recorrido de ida y vuelta, paseo de ida y vuelta del pretendiente frente a la casa de la amada ἐκπεριτρέχειν διαύλους Aristaenet.1.27.23, cf. Ach.Tat.1.6.6
•vaivén, movimiento de ida y vuelta πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φορούμενος zarandeado por los innumerables vaivenes de las olas E.Hec.29, cf. Ach.Tat.3.1.6.
2 de palabras discurso, tirada, circunloquio μακροὺς ἑλίττοντες διαύλους λόγων dando vueltas a largas tiradas de palabras Chrys.M.61.48, cf. M.52.658, Ep.10.4.4, Pall.V.Chrys.4.117.
III bot. doble flauta otro n. de la nébeda, Nepeta cataria L., Ps.Apul.Herb.94.6.
German (Pape)
[Seite 609] ὁ, 1) die doppelte Rennbahn; seit der 15. Olympiade wurde das Stadium nicht blos einmal bis zur Säule, sondern auch zurück durchlaufen, Paus. 5, 8, 3; gew. mit Waffen, Schol. Av. 293; also der Doppellauf; Pind. Ol. 13, 36; δρόμων διαύλων τε Soph. El. 681; τὸν δίαυλον ἁμιλλᾶσθαι Plat. Legg. VIII, 833 b; auch vom Wettrennen, δρομεὺς δισσοὺς διαύλους ἱππίους διήνυσε Eur. El. 824; so auch bei Sp., das Wettrennen im römischen Circus. Übh. jeder doppelte Weg, κάμψας διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν Aesch. Ag. 340, für; zurückkehren; vgl. Eur. Herc. fur. 1102; δίαυλοι κυμάτων, hin- u. herwogende Wellen, Hec. 29; übertr., τὸ ὕστατον τρέχων δίαυλον τοῦ βίου Alexis Stob. flor. 99, 15. – 2) Engpaß; στενὸν δίαυλον πέτρας, von einer Meerenge, Eur. Tr. 435; Hesych. στενοὶ τόποι, ὁδοί; dah. Straße, Aristaen. 1, 27. Bei Opp. Cyn. 2, 181 von den Nasenlöchern.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
double course, consistant à parcourir le stade, et, après avoir tourné la borne (καμπτήρ), à revenir de l'autre côté ; p. anal. aller et retour ; δίαυλοι κυμάτων EUR le flux et le reflux (lat. fluctus reciproci).
Étymologie: δίς, αὐλός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δίαυλος -ου, ὁ [δίς, αὐλή] diaulos (loop van tweemaal de lengte van de renbaan); overdr.:; κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν het tweede deel van de diaulos indraaien (= de terugtocht aanvaarden) Aeschl. Ag. 344; getij:. πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φορούμενος heen en weer bewogen door de voortdurende wisseling van getijden Eur. Hec. 29.
Russian (Dvoretsky)
δίαυλος: ὁ
1 двойной пробег (до конца ристалища и обратно) Pind., Soph., Plat., Plut.;
2 возвращение Aesch.: ἔβην δ. Eur. я вернулся; δίαυλοι κυμάτων Eur. прилив и отлив волн;
3 теснина, пролив (στενὸς δ. πέτρας Eur.).
English (Slater)
δίαυλος
1 double furlon grace Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν διαύλου θ (O. 13.37)
Greek Monolingual
(I)
ο (ΑΝ)
1. στενή δίοδος, στενωπός, στενό
2. στενό που συνδέει δύο θάλασσες, πορθμός, μπουγάζι
«οὗ δὴ στενὸν δίαυλον ᾤκισται πέτρας δεινὴ Χάρυβδις» (Ευρ. Τρωάδ.)
νεοελλ.
ναυτ. ελεύθερος χώρος ανάμεσα σε πεδία ναρκών
αρχ.
1. αγώνισμα δρόμου διπλού σταδίου αντίστοιχο προς τον δρόμο 400 μέτρων
2. αγώνισμα δρόμου εφίππων
3. (για κύματα) άμπωτις και πλήμμυρα, ύψωση και πτώση τών κυμάτων
4. στον πληθ. α) διπλός αυλός
β) ρουθούνια
5. περίπατος (Προκόπιος)
6. φρ. α) επανέρχομαι, επιστρέφω («κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν», Αισχύλ. Αγ.)
β) «δίαυλος του βίου» ή απλώς δίαυλος
περίοδος της ζωής («τὸν γὰρ ὕστατον τρέχων δίαυλον τοῦ βίου ζῆν βούλομαι», Άλεξις).
(II)
-ο (Α -ος -ον)
αυτός που έχει δύο αυλούς, σωλήνες.
Greek Monotonic
δίαυλος: ὁ (δίς),·
I. διπλό στάδιο, δρόμος, διπλή κούρσα, στην οποία ο δρομέας έτρεχε στο πιο μακρινό σημείο του σταδίου, έστριβε στο στύλο (καμπτήρ), και έτρεχε πίσω από την άλλη πλευρά του σταδίου, σε Πίνδ., Σοφ., Ευρ.· μεταφ., κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον, επιστρέφω εκεί όπου αναχώρησα, ξαναγυρίζω απ' τον ίδιο δρόμο, σε Αισχύλ.· επίσης, δίαυλοι κυμάτων, πλημμυρίδα και άμπωτη, σε Ευρ.· δίσσους ἂν ἔβαν διαύλους, θα επέστρεφαν διπλά, στον ίδ.
II. πορθμός, γεωγραφικό στενό, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
δίαυλος: ὁ, (δὶς) διπλοῦν στάδιον, διπλοῦς δρόμος, καθ’ ὃν ὁ ἀγωνιζόμενος (διαυλοδρόμος) ἔτρεχε μέχρι τοῦ ἐσχάτου ἄκρου τοῦ σταδίου, ἔκαμπτε περὶ τὴν ἐκεῖ κειμένην στήλην (καμπτήρ), καὶ ἐπανήρχετο ὀπίσω διὰ τῆς ἑτέρας τοῦ σταδίου πλευρᾶς, Πίνδ. Ο. 13. 50, Σοφ. Ἠλ. 691, Εὐρ. Ἠλ. 825, κτλ.· ἴδε ἐν λ. στάδιον ΙΙ. 2) μεταφ., κάμπτω διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν, ἐπιστρέφω ὅθεν ἀνεχώρησα, ὑποχωρῶ, ἐπιστρέφω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 344, ἔνθα ἴδε Blomf. καὶ πρβλ. διαυλοδρομέω· ὡσαύτως, δίαυλοι κυμάτων, πλήμμυρα καὶ ἄμπτωτις, ὕψωσις καὶ ταπείνωσις τῶν κυμάτων, Λατ. fluctus reciproci, Εὐρ. Ἑκ. 29· εἰς αὐγὰς πάλιν ἁλίου δισσοὺς ἂν ἔβαν διαύλους, θὰ ἐπέστρεφον δίς, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 662, πρβλ. 1102 (ἔνθα ὁ Bothe δίαυλον εἰς ᾍιδου μολών)· τὸν ὕστατον τρέχων δ. τοῦ βίου Ἄλεξ Τραυμ. 1· τρέχειν διαύλους, τρέχω ἐδῶ κι’ ἐκεῖ, ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω, Ἀρισταίν. 1. 27. ΙΙ. στενὴ δίοδος, τὸ στενόν, τὰ στενά, Εὐρ. Τρῳ. 435. 2) ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ τῶν μυκτήρων ἢ ῥωθώνων, Ὀππ. Κ. 2. 181· πρβλ. αὐλών.
Middle Liddell
δί-αυλος, ὁ, n [δίς]
I. a double pipe:— in the race, a double course, in which the runner ran to the furthest point of the στάδιον, turned the post (καμπτήῤ, and ran back by the other side, Pind., Soph., Eur.:—metaph., κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον to run the backward course, retrace one's steps, Aesch.; also, δίαυλοι κυμάτων ebb and flow, Eur.; δισσούς ἂν ἔβαν διαύλους they would twice return, Eur.
II. a strait, Eur.
English (Woodhouse)
race-course, narrow sea passage, narrow strip of sea, race course, racecourse