A drive mad, διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.Aj.332.
διαφοιβάζω: ἐκμαίνω, μαινόμενον ποιῶ, διαπεφοιβάσθαι κακοῖς Σοφ. Αἴ. 332.
pf. Pass. inf. διαπεφοιβάσθαι;agiter d’un transport furieux, mettre hors de soi.Étymologie: διά, φοιβάζω.