A stuff in between, Hdt.1.179.
[Seite 604] dazwischen stopfen, τί τινος, Her. 1, 179.
διαστοιβάζω: μέλλ. -άσω, στοιβάζω, γεμίζω τὰ ἐν τῷ μεταξύ, Ἡρόδ. 1. 179.
insérer en guise de bourre.Étymologie: διά, στοιβάζω.