διαστοιβάζω
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
stuff in between, Hdt.1.179.
Spanish (DGE)
interponer, intercalar διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθου ταρσοὺς καλάμων Hdt.1.179.
German (Pape)
[Seite 604] dazwischen stopfen, τί τινος, Her. 1, 179.
French (Bailly abrégé)
insérer en guise de bourre.
Étymologie: διά, στοιβάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-στοιβάζω ertussen stoppen, als opvulsel gebruiken.
Russian (Dvoretsky)
διαστοιβάζω: класть в промежуток, вставлять (διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθου ταρσοὺς καλάμων Her.).
Greek Monolingual
διαστοιβάζω (Α)
στοιβάζω, γεμίζω το μεταξύ διάστημα.
Greek Monotonic
διαστοιβάζω: μέλ. -άσω, στοιβάζω, παραγεμίζω κάτι με κάτι ανάμεσα, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
διαστοιβάζω: μέλλ. -άσω, στοιβάζω, γεμίζω τὰ ἐν τῷ μεταξύ, Ἡρόδ. 1. 179.