εως, ἡ,
A cooling, Plu.2.967f (pl.), Aët.5.44.
διάψυξις: ἡ, ψύχρανσις, δρόσισμα, Πλούτ. 2. 967F.
εως (ἡ) :rafraîchissement.Étymologie: διαψύχω.