ψύχρανσις

From LSJ

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204

Greek (Liddell-Scott)

ψύχρανσις: -εως, ἡ, ψῦξις, κρύωμα, Μεταγεν. Ἰατρ.