A pass the winter, Th.7.42, X.An.7.6.31.
[Seite 613] durchwintern, in Winterquartieren liegen, Thuc. 6, 74 u. Folgde.
διαχειμάζω: μέλλ. -άσω, διέρχομαι τὸν χειμῶνα, Θουκ. 7. 42, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 31.
passer l’hiver.Étymologie: διά, χειμάζω.