δίζυξ

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ζῠγος,

   A double-yoked, ἵπποι Il.5.195, 10.473; double, δίζυγος ἠπείροιο AP4.3b.40 (Agath.); δ. χαλκός castanets, ib.9.139 (Claudian): neut. pl., δίζυγα ξύλα IG12(9).907.30 (Chalcis); δίζυγι πυρί Nonn.D.22.352; δ. κῶλα having two bones (cf. διζυγής), Paul. Aeg.6.107.

German (Pape)

[Seite 623] υγος, zweispännig, zu zweien zusammengespannt; Homer zweimal, Iliad. 5, 195. 10, 473 παρὰ δέ σφιν ἑκάστῳ δίζυγες ἵπποι

French (Bailly abrégé)

-ζυγός (ὁ, ἡ)
attelé à deux.
Étymologie: δίς, ζεύγνυμι.