διείρομαι

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A v. διέρομαι.

German (Pape)

[Seite 618] u. διειρύω, s. διέρομαι u. διερύω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
demander : τι, qch ; τινά τι, qch à qqn.
Étymologie: διά, εἴρομαι.
2Pass. de διείρω.