διειρύω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
Ep. and Ion. for διερύω, draw across, τὰς νέας τὸν ἰσθμόν Hdt.7.24; draw through, νειοῖο ἄροτρον A.R.1.687.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. poét. διειρύσσω A.R.1.687]
arrastrar a través de τὸν ἰσθμόν τὰς νέας Hdt.7.24, νειοῖο ἄροτρον el arado por el barbecho A.R.l.c.
French (Bailly abrégé)
v. διερύω.
German (Pape)
s. διερύω.
Russian (Dvoretsky)
διειρύω: перетаскивать, тащить волоком (через что-л.) (νέας τὸν ἰσθμόν Her.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐειρύω: Ἰων. ἀντὶ διερύω, σύρω διὰ μέσου ἢ εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, τὰς νέας τὸν ἰσθμὸν Ἡρόδ. 7. 24· δ. τί τινος Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 687· πρβλ. διισθμίζω.
Greek Monolingual
διειρύω (Α)
1. σέρνω ως απέναντι
2. σέρνω μέσα από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο λ. διειρύω επικ. και ιων. τ. του διερύω < δι (α) + ερύω «έλκω, σύρω»].
Greek Monotonic
δῐειρύω: Ιων. αντί δι-ερύω, σύρω διαμέσου ή απέναντι, τὰς νέας τὸν ἰσθμόν, σε Ηρόδ.